διαπαιδαγωγώ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

(Α διαπαιδαγωγῶ, -έω)
1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού
2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού
αρχ.
1. περιποιούμαι, τέρπω
2. περνώ τον καιρό μου.