διακοσμώ

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM διακοσμῶ, -έω)
1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο
2. καλλωπίζω, στολίζω
3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα
αρχ.
1. τακτοποιώ
2. ρυθμίζω, κανονίζω
3. (στους Στωικούς) αποκαθιστώ την τάξη του κόσμου μετά την εκπύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κοσμώ.