διαιώνιση

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

η και διαιωνισμός, ο
1. η διάρκεια επ' άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες
2. η διαρκής αναβολή της επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή της λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ' άπειρον
3. φρ. «η διαιώνιση του είδους» — η απόκτηση απογόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαιώνισις μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Ν. Κωστή
ο τ. διαιωνισμός μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].