διαμόρφωση

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

η (AM διαμόρφωσις, -εως) διαμορφώνω
1. διάπλαση, σχηματισμός
νεοελλ.
1. διευθέτηση
2. ο τρόπος με τον οποίο έχει μορφοποιηθεί κάτιδιαμόρφωση του εδάφους»)
3. τελικός σχηματισμός, οριστική μορφή
αρχ.
σχήμα ή τρόπος έκφρασης, η διατύπωση.