διασάφηση

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM διασάφησις, -εως) διασαφώ
νεοελλ.
1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι
2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές
αρχ.-μσν.
εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.).