δίβουλος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ον,
A of two minds, Hsch. s.v. διάβουλοι.
Spanish (DGE)
-ον de doble opiniónglos. a διάβουλοι Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αναποφάσιστος, δίγνωμος
2. παλίμβουλος, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βουλος < βουλή.