διερμηνευτής

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερμηνευτής Medium diacritics: διερμηνευτής Low diacritics: διερμηνευτής Capitals: ΔΙΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diermēneutḗs Transliteration B: diermēneutēs Transliteration C: diermineftis Beta Code: diermhneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A interpreter, v. l. in 1 Ep.Cor.14.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.

English (Strong)

from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.

English (Thayer)

διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM διερμηνευτής) διερμηνεύω
ερμηνευτής, εξηγητής
νεοελλ.
1. διερμηνέας
2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
3. εκκλησιαστικό αξίωμα.