διαφόρημα

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρημα Medium diacritics: διαφόρημα Low diacritics: διαφόρημα Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: diaphórēma Transliteration B: diaphorēma Transliteration C: diaforima Beta Code: diafo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A thing thrown to and fro; the game of ball, Hsch., Suid.    II thing torn to pieces, prey, LXXJe.37.16.

Greek (Liddell-Scott)

διαφόρημα: τό, τὸ ῥιπτόμενον τῇδε κἀκεῖσε, παίγνιον, σφαῖρα, Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. τὸ εἰς τεμάχιον κατεσπαραγμένον, λεία, Ἑβδ. (Ἱερ. 37. 16).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 saqueo, despojo ἔσονται οἱ διαφοροῦντές σε εἰς δ. LXX Ie.37.16.
2 excremento Sud.s.u. Ἀρειανός.
3 cierto juego Hsch., Sud.

Greek Monolingual

το (ΑΝ)
1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα
2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία.