διιχνεύω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Greek (Liddell-Scott)

διιχνεύω: ἐξιχνιάζω, ἰχνηλατῶ, Πολύβ. 4. 68, 3, Ὀππ. Ἁλ. 3. 37˙― διιχνέω Γαλεομ. 34.

Greek Monolingual

διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.