ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
διικνοῡμαι (-έομαι) (Α) ικνούμαι
1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω
2. διηγούμαι, εκθέτω
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους
5. φθάνω ώς ένα σημείο
6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.