δισσοτόκος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον,
A bearing twice, Nonn.D.5.199. II proparox., δισσότοκος, ον, twice-born, of Bacchus, ib.1.4.
German (Pape)
[Seite 643] zweimal gebärend; νηδύς Apollnds. 4 (VII, 742); μήτηρ Nonn. D. 5, 199. – Aber δισσότοκος, zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δισσοτόκος: -ον, ὁ δὶς γεννῶν, Νόνν. Δ. 5. 199. ΙΙ. προπαροξ. δισσότοκος, ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ αὐτ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον
que ha parido dos veces μήτηρ de Ino, Nonn.D.5.199, Νεφέλη Nonn.D.9.304.
Greek Monolingual
δισσοτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε δυο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τόκος < τίκτω
βλ. δισσότοκος].