διφώ

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source

Greek Monolingual

διφῶ (-άω και -έω) (Α)
ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -άω. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή -δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά.)]