δοξοκόπος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοκόπος Medium diacritics: δοξοκόπος Low diacritics: δοξοκόπος Capitals: ΔΟΞΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: doxokópos Transliteration B: doxokopos Transliteration C: doksokopos Beta Code: docoko/pos

English (LSJ)

ον, =

   A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.

German (Pape)

[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ον
ansioso o deseoso de fama, de popularidad, ἄπληστος καὶ δ. καὶ δεισιδαίμων Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.Oec.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.Hom.8.21.2.

Greek Monolingual

δοξοκόπος, ο (Α)
αυτός που κόπτεται για τη δόξα, υπερβολικά φιλόδοξος.