δουρηνεκές
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
seul. neutre adv.
à une portée de lance ou de javelot.
Étymologie: *δουρηνεκής, de δόρυ, ἐνεγκεῖν.
δουρηνεκές επίρρ. (Α)
σε απόσταση βολής δόρατος.