δουρηνεκές

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

French (Bailly abrégé)

seul. neutre adv.
à une portée de lance ou de javelot.
Étymologie: *δουρηνεκής, de δόρυ, ἐνεγκεῖν.

Greek Monolingual

δουρηνεκές επίρρ. (Α)
σε απόσταση βολής δόρατος.