δουρηνεκές

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

French (Bailly abrégé)

seul. neutre adv.
à une portée de lance ou de javelot.
Étymologie: *δουρηνεκής, de δόρυ, ἐνεγκεῖν.

Greek Monolingual

δουρηνεκές επίρρ. (Α)
σε απόσταση βολής δόρατος.

Russian (Dvoretsky)

δουρηνεκές: adv. ἐνεγκεῖν на расстояние брошенного копья Hom.