δουρηνεκές

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source

French (Bailly abrégé)

seul. neutre adv.
à une portée de lance ou de javelot.
Étymologie: *δουρηνεκής, de δόρυ, ἐνεγκεῖν.

Greek Monolingual

δουρηνεκές επίρρ. (Α)
σε απόσταση βολής δόρατος.

Russian (Dvoretsky)

δουρηνεκές: adv. ἐνεγκεῖν на расстояние брошенного копья Hom.