δρυάς

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
seul. gén. pl. δρυάδων;
pièces formant la quille d’un navire.
Étymologie: δρῦς.

Greek Monolingual

δρυάς, ο (Μ)
δάσος από βαλανιδιές, δρυμός.———————— η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες)
νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως του δέντρου «δρύς»
νεοελλ.
αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά στο κάτω
μσν.
δάσος από βαλανιδιές
αρχ.
είδος φιδιού.