δροσόεις
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
εσσα, εν,
A dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 cubierto de rocío δροσόεντας ὄχθοις ἴδην contemplar las riberas cubiertas de rocío Sapph.95.12, cf. 71.8, Simon.14.52.5, τὰ ῥόδα Theoc.Ep.1.1, πεδίον Colluth.343, Triph.154, νέφεα Orac.Sib.1.15, κάμπη Nic.Th.88, καρπός Nonn.D.3.141, fig. χείλεα ... δροσόεντα AP 5.270.7 (Paul.Sil.)
•fresco τὰ ... σὰ δροσόεντα λουτρά E.Tr.833.
2 que produce rocío, que cubre de rocío Σιμόεις Triph.316, Σελήνη Nonn.D.40.376.
Greek Monolingual
δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.