δυσδιερεύνητος
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ον,
A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
•fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.
Greek Monolingual
δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.