δυσφανής
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
ές,
A dark, obscure, νύξ Id.Luc.9: metaph., σώματος ψυχὴ -έστερόν τι χρῆμα Them.Or.1.2c.
German (Pape)
[Seite 689] ές, schwer zu erkennen, undeutlich; καὶ ἀμαυρός Plut. def. orac. 39, wo jetzt δυσφαής steht; so auch νύξ, finster, Lucull. 9.
Spanish (DGE)
-ές
1 en lo que apenas hay luz, oscuro νύξ Plu.Luc.9.
2 fig. que no es perceptible σώματος ψυχὴ δυσφανέστερόν τι χρῆμα Them.Or.1.2c.
Greek Monolingual
δυσφανής, -ές (Α)
1. σκοτεινός, μαύρος
2. δυσδιάκριτος.