εγγυθήκη
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α)
1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων
2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ.