ἐγκαινισμός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαινισμός Medium diacritics: ἐγκαινισμός Low diacritics: εγκαινισμός Capitals: ΕΓΚΑΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enkainismós Transliteration B: enkainismos Transliteration C: egkainismos Beta Code: e)gkainismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., ib.1 Ma.4.56 (v.l. -ιασμός), Nu.7.10,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαινισμός: ὁ, καθιέρωσις, Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. ἐγκαίνιαὡσαύτως, ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ ἀναγέννησις, Βασίλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 renovación ἓν γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα καὶ εἷς ὁ ἐ. Epiph.Const.Haer.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.
2 en relig. jud.- crist. consagración c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου LXX Nu.7.10, 11, 84, 1Ma.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ LXX 2Ma.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου LXX 1Es.7.7, cf. Ps.29.tít., Gr.Nyss.Pss.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ ἐγκαίνια, καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.Apol.Const.18
dedicación τῆς εἰκόνος LXX Da.3.2, 3.3θ.
3 fig. inauguración ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.

Greek Monolingual

ἐγκαινισμός, ο (AM)
ανακαίνιση, ανανέωση.