έκδοχο

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

το
θεραπευτικά αδρανής ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο σε ορισμένη αναλογία (π.χ. το βούτυρο του κακάου αποτελεί το συνηθισμένο έκδοχο τών υποθέτων).