έκδοχο

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

το
θεραπευτικά αδρανής ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο σε ορισμένη αναλογία (π.χ. το βούτυρο του κακάου αποτελεί το συνηθισμένο έκδοχο τών υποθέτων).