είσδυση

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η (Α εἴσδυσις)
το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου
νεοελλ.
φρ. «δοκιμές εισδύσεως» — προσδιορισμός της σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου του βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός χιλιοστομέτρου
αρχ.
το σημείο απ' όπου μπορεί να εισδύσει κανείς, δίοδος.