εκζεματώδης
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα
2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα
3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα.