ἔκκρουστος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A beaten out, embossed, A.Th.542.
German (Pape)
[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.
Greek Monolingual
ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.