οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(-άω) (AM ἐκμυζῶ, -άω και -έω
Α και ἐκμύζω)
1. βυζαίνω, πιπιλίζω
2. αποσπώ χρήματα ή άλλα οφέλη με πιέσεις, εκβιασμούς ή απάτες
μσν.
σφετερίζομαι κάτι
αρχ.
αντλώ με αναρρόφηση.