ἐκληθάνω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
v. sub ἐκλανθάνω II.
German (Pape)
[Seite 767] poet. = ἐκλανθάνω, in tmesi, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει, Od. 7, 220; Alcaeus bei Hephaest.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκληθάνω: ἴδε το ῥῆμα ἐκλανθάνω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. ἐκλανθάνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [lesb. ἐγλάθαν' Sapph.25.6]
hacer olvidar c. ac. de pers. y gen. ἔκ δε πάντων ληθάνει ὅσσ' ἔπαθον Od.7.220, cf. Sapph.l.c., cf. ἐκλανθάνω, ἐκλήθω.
Greek Monolingual
ἐκληθάνω (Α)
κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ' ἔλασας ἀλγέων» — μ' έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου).