έκκλητος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκκλητος, -ον)
ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού
μσν.- νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος
η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων
2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον
το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έφεση
αρχ.
1. αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως διαιτητής ένα ζήτημα
2. αυτός που επιδέχεται έφεση
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔκκλητοι
στη Σπάρτη και αλλού επιτροπεία αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα.