έκκλητος
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκκλητος, -ον)
ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού
μσν.- νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος
η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων
2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον
το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έφεση
αρχ.
1. αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως διαιτητής ένα ζήτημα
2. αυτός που επιδέχεται έφεση
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔκκλητοι
στη Σπάρτη και αλλού επιτροπεία αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα.