ἔκκλητος
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ἔκκλητον, (ἐκκαλέω)
A selected to judge or arbitrate on a point, ἔκκλητος πόλις = an umpire city, Aeschin. 1.89, IG22.111.49,al., cf. Plu.2.215c; ἐν ἐκκλήτῳ δικάσασθαι Michel1335.30; δίκην ὠφληκὼς ἐν τῇ ἔκκλητος IG12(7).67.63 (Amorgos); χρόνος ἔκκλητος = time limit for appeals, PRev.Laws21.15 (iii B.C.).
2 οἱ ἔκκλητοι, in Sparta and elsewhere, a committee of citizens chosen to report on certain questions, X.HG2.4.38; ἔκκλητος Ἀργείων ὄχλος E.Or. 612, cf.949.
3 subject to appeal, δίκας IG22.111.74, D.C.52.22; κρίσις PHal.1.68 (iii B.C.); τὰς ἐκκλήτους (δίκας)..ἐφ' αὑτὸν ποιούμενος, prob. for ἐγκλήτους, Arist.Oec.1348b14; ἔκκλητον δικάζειν = exercise appellate jurisdiction, D.C.51.19.
Spanish (DGE)
-ον
I 1convocado, reunido en asamblea μολὼν γὰρ εἰς ἔκκλητον Ἀργείων ὄχλον presentándome a la asamblea argiva E.Or.612
•subst. οἱ ἔκκλητοι = los miembros de la asamblea, la asamblea πορεύει δ' αὐτὸν ἐκκλήτων ἄπο Πυλάδης δακρύων Pílades, llorando, lo retira de la asamblea a Orestes, E.Or.949, en Lacedemonia, X.HG 2.4.38, 5.2.33.
2 subst. τὸ ἔκκλητον = asunto, motivo de que se trata en reunión, comidilla μή ποτε ποιήσῃ σε ... λαλιὰν ἐν πόλει καὶ ἔκκλητον λαοῦ no sea que te convierta en habladuría en la ciudad y en motivo de reunión del pueblo LXX Si.42.11.
II 1árbitro πόλις ἔκκλητος = ciudad árbitro a que se apela para mediar en litigios o contenciosos εἰ μὲν τοίνυν ἦν ὁ ἀγὼν οὑτοσὶ ἐν πόλει ἐκκλήτῳ Aeschin.1.89, ἐν τῇ ἐκκλήτῳ πόλει Ἀθήνησι IG 22.111.49 (IV a.C.), ἑλομένων ἔκκλητον τὴν Λαμιέων πόλιν SEG 32.117.12 (III a.C.), cf. Plu.2.215c
•subst. ἡ ἔκκλητος = ciudad árbitro ἐπικριθῆναι ἐν τῆι ἐκκλήτωι <ἐν> ἑξαμήνωι Welles, RC 3.29 (Teos IV a.C.), ταύτας (sc. δίκας) μὴ ɛ̄ναι δικάσασθαι μήτε αὐτō μήτε ἐν ἐκκλήτῳ μηδαμō IG 12(7).3.30 (Amorgos IV a.C.), cf. IG 12(7).67.63 (Amorgos II a.C.).
2 de apelación ἔκκλητος δίκη = juicio de apelación, apelación ante una instancia superior SEG 16.485.24 (Quíos VI a.C.), IG 22.111.74 (IV a.C.), SEG 29.127.2.55 (Atenas II a.C.), IEphesos 7.2.2 (I a.C.), Poll.8.62, ἔ. γέγονεν ἡ δίκη, ὥστε ἐν ἀκεραίῳ εἶναι SB 5693.15 (II d.C.), τὰ ἔκκλητα (sc. δικαστήρια) tribunales de apelación, Michel 459.23 (Telmiso II a.C.), ἔκκλητοι χρόνοι plazos de apelación, PRev.Laws 21.10 (III a.C.)
•susbt. ἡ ἔκκλητος = juicio de apelación, apelación ἔκκλητοι ἃς ἐποιήσαντο ... ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου apelaciones realizadas contra (las decisiones adoptadas por) el tribunal, SEG 29.127.2.7, cf. 30 (Atenas II d.C.), cf. PHal.1.68 (III a.C.), ἔκκλητον δικάζειν juzgar casos de apelación D.C.51.19.7, ἐπιδίδωμί σοι ταύτην τὴν ἔκκλητον PPanop.29.13 (IV d.C.), cf. POxy.1204.5 (III d.C.), 3507.33 (III/IV d.C.), ἐκκλήτοις ὡς ἐν δημοσίῳ δικαστηρίῳ χρησάμενος Socr.Sch.HE 2.40.41, cf. Hom.Clem.19.23.
3 de pers., dud. que apela, que reclama una revancha οὐδενὸς ἀνθρώπων δηρεισαμένου περὶ νείκης εἰς ἔριν ἐκλήτου (sic) δεύτερον ἀντιάσαι IAphrodisias 3.72.2.22 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 763] herausgerufen, ausgewählt; so hießen besonders die Schiedsrichter, oder die Stadt (πόλις Aesch. 1, 89), an deren Entscheidung appellirt wird, auch die Stadt, welche von zwei andern im Streite begriffenen zur Schiedsrichterinn gewählt wurde, Plut. Lac. apophth. Agesipolis; – δίκη = ἐφέσιμος, Harpocr.; – οἱ ἔκκλητοι, Mitglieder eines Volksausschusses, Xen. Hell. 2, 4, 28 u. öfter, in Sparta u. in aristokratischen Staaten, die Stelle der ἐκκλησία vertretend. Vgl. Eur. Or. 949 u. ἔκκλητος ὄχλος 611.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj.
1 choisi ou désigné pour juger une cause en appel;
2 οἱ ἔκκλητοι membres d'une assemblée choisis pour étudier certaines questions.
Étymologie: ἐκκαλέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκκλητος, -ον)
ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού
μσν.- νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος
η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων
2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον
το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έφεση
αρχ.
1. αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως διαιτητής ένα ζήτημα
2. αυτός που επιδέχεται έφεση
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔκκλητοι
στη Σπάρτη και αλλού επιτροπεία αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα.
Greek Monotonic
ἔκκλητος: -ον (ἐκκαλέω), αυτός που έχει εκλεχθεί για να δικάσει ή για να διαιτητεύσει πάνω σ' ένα ζήτημα· ἐκκλ. πόλις, πόλη που έχει αναλάβει καθήκοντα διαιτησίας, σε Αισχίν.· οἱ ἔκκλητοι, στη Σπάρτη, λαϊκή επιτροπή πολιτών που έχει εκλεχθεί για ειδικές υποθέσεις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλητος:
1 призванный в качестве арбитра (πόλις Aeschin.);
2 созванный: ἔκκλητος Ἀργείων ὄχλος Eur. собрание аргивян;
3 апелляционный: ἔκκλητοι δίκαι Arst. апелляционные жалобы;
4 приглашенный, назначенный: οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι Xen. эфоры и члены комиссии; ἔκκλητοι κρίσεις Plut. (временные) судебные комиссии.
Middle Liddell
ἔκκλητος, ον ἐκκαλέω
selected to judge or arbitrate on a point, ἐκκλ. πόλις an umpire city, Aeschin.: —οἱ ἔκκλητοι, in Sparta, a committee of citizens chosen for special business, Xen.