ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
(AM ἔκτοτε)επίρρ. από τότε, από εκείνο τον χρόνοαρχ.1. αμέσως, παρευθύς2. στο μεταξύ.