εκφύω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

(AM ἐκφύω)
1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω
2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι
φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι
αρχ.
1. (για γυναίκα) γεννώ
2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής
λάλημα ἐκπεφυκός» — φλύαρος εκ γενετής, από φυσικού του)
3. (για τρίχες) φυτρώνω
4. (αμτβ. με ενεργ. ενεστ.) φύω, φυτρώνω («ἕλκεα ἐκφύουσιν»).