ἐλαττονότης

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαττονότης Medium diacritics: ἐλαττονότης Low diacritics: ελαττονότης Capitals: ΕΛΑΤΤΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: elattonótēs Transliteration B: elattonotēs Transliteration C: elattonotis Beta Code: e)lattono/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.

Greek Monolingual

ἐλαττονότης, η (Α)
το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο.