ελλιπής Search Google

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐλλιπής, -ές)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση»)
2. φρ. «ελλιπή ρήματα» — τα ελλειπτικά
νεοελλ.
φρ.
1. «ελλιπής αριθμός» — ο αριθμός του οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό
2. «ελλιπές μέτρο» — το πρώτο μέτρο μουσικού κομματιού από το οποίο λείπουν ένα ή περισσότερα μέρη
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλλιπές
η έλλειψη, η ατέλεια
αρχ.
1. αυτός που παραλείπει ή αφήνει κάτι
2. εκείνος που παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια σε κάτιἐλλιπής προθυμίας», «ἐλλιπὴς ἔν τινι»)
3. αμελής, αδιάφορος για κάτι.