εκτυπώνω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

και εκτυπώ (-όω) (AM ἐκτυπῶ)
αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο
νεοελλ.
τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο
μσν.
1. διαμορφώνω
2. αναπαριστάνω
αρχ.
1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω
2. μέσ. ἐκτυποῡμαι
εικονίζω, σχηματίζω εικόνα.