έλλογος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔλλογος, -ον)
(για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική
νεοελλ.
συνετός, φρόνιμος
αρχ.-μσν.
λογικός.