Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
-η, -ο (AM ἔλλογος, -ον)
(για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική
νεοελλ.
συνετός, φρόνιμος
αρχ.-μσν.
λογικός.