έλλογος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔλλογος, -ον)
(για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική
νεοελλ.
συνετός, φρόνιμος
αρχ.-μσν.
λογικός.