ἐμπεδόφυλλος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ον,
A ever-green, Emp.77.
German (Pape)
[Seite 811] stets belaubt, Empedocl. 287.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόφυλλος: -ον, ἀείφυλλος, ἀειθαλής, ἴδε ἐμπεδόκαρπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conserve ses feuilles.
Étymologie: ἔμπεδος¹, φύλλον.
Spanish (DGE)
-ον siempre verde, de hojas perennes δένδρεα Emp.B 77.
Greek Monolingual
ἐμπεδόφυλλος, -ον (Α)
(για δέντρα και φυτά) αειθαλής.