γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
(AM ἐναπολείπω)αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτωμσν.μέσ. ἐναπολείπομαι1. υπολείπομαι, εναπομένω2. μτφ. επιζώ.