Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
η (AM ἐμφύτευσις)
η ενέργεια του εμφυτεύω
νεοελλ.
1. φύτευση
2. παράχωση, σφήνωμα, μπήξιμο
αρχ.-μσν.
(νομ.) μακροχρόνια μίσθωση ξένου κτήματος με δικαίωμα φυτεύσεως.