καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
(I)ἔνεδρος, ο (AM)μσν.ο ενεδρευτήςαρχ.αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).———————— (II)ἔνεδρος, -α, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.