ἐννεακαίδεκα
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
indecl.,
A nineteen, Il.24.496, etc.
German (Pape)
[Seite 846] neunzehn, Hom. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεακαίδεκα: ἄκλιτ., δεκαεννέα, Ἰλ. Ω. 496.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
dix-neuf.
Étymologie: ἐννέα, καί, δέκα.
English (Autenrieth)
nineteen, Il. 24.496†.
Spanish (DGE)
(ἐννεᾰκαίδεκᾰ)
• Morfología: diuissim ἐννέα καὶ δέκα
numeral indecl. diecinueve hijos de Príamo Il.24.496, cf. LXX 2Re.2.30, ἐμάχοντ' ἐννεακαίδεκ' ἔτη Tyrt.4.4, ὀκτωκαιδεκέτης ἢ ἐννεακαιδεχ' (ἐτῶν) ὁ γαμβρός Theoc.15.129, cf. D.S.2.47, I.Ap.1.79, D.C.55.23.2, Philostr.VA 2.32, D.L.7.176, κύκλα Arat.753, σταδίοι Str.5.3.9, μίλια Str.6.2.11, cf. Poll.1.55.
Greek Monolingual
ἐννεακαίδεκα (AM)
άκλ. δεκαεννέα.