εξάμετρος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.