ἐξαποφαίνω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
strengthd. for ἀποφαίνω, Luc.Hes.1.
German (Pape)
[Seite 871] verstärktes ἀποφαίνω, Luc. Hesiod. 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποφαίνω: ἐπιτεταμένον* ἀντὶ τοῦ ἀποφαίνω, Λουκ. Ἡσίοδος 6.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξαπέφηνα;
c. ἀποφαίνω.
Étymologie: ἐξ, ἀποφαίνω.
Spanish (DGE)
manifestar, exponer τὴν ἀρχήν Luc.Hes.1.
Greek Monolingual
ἐξαποφαίνω (AM)
αποκαλύπτω, φανερώνω, παρουσιάζω.