έξαψη
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
η (AM ἔξαψις) εξάπτω
1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.)
2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών»)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα
μσν.
φωταψία, φωτοχυσία
αρχ.
εξάρτηση.