ἐξονειρωγμός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ,
A = ὀνειρωγμός, Arist.Pr. 877a9 (pl.), Thphr.Lass.16.
German (Pape)
[Seite 886] ὁ, das Ausfließen des Samens im Schlafe, Arist. H. A. 10, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονειρωγμός: ὁ, = ὀνειρωγμός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6. 5, Προβλ. 4. 5.
Greek Monolingual
ἐξονειρωγμός, ο (Α) εξονειρώσσω
ονείρωξη, ακούσια εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο.