επαγγελματικός
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στα επαγγέλματα («επαγγελματικά σωματεία», «επαγγελματική εκπαίδευση», «επαγγελματικό επιμελητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. officiel που αργότερα μεταφράστηκε «επίσημος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Περικλή Αργυρόπουλο].