επαναστατικός
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Greek Monolingual
-ή, -ό επανάσταση
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επανάσταση («επαναστατική επιτροπή, επαναστατικές ιδέες»)
2. αυτός που γίνεται με επανάσταση ή στη διάρκεια επαναστάσεως («επαναστατικό δικαστήριο»)
3. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν πειθαρχεί εύκολα.