κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ἐπανακλίνω (Α)1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.